- φορτώνομαι
- φορτώνομαι, φορτώθηκα, φορτωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ζαλικώνω — και ζαλιγκώνω [ζαλίκι] 1. φορτώνω 2. μέσ. ζαλικώνομαι και ζαλιγκώνομαι και ουμαι α) φορτώνομαι, μεταφέρω βάρος στην πλάτη μου β) μτφ. φορτώνομαι οικονομικά ή ηθικά βάρη … Dictionary of Greek
φορτώνω — φορτῶ, όω, ΝΜΑ [φόρτος] τοποθετώ φορτίο πάνω σε κάτι, λ.χ. ζώο, μεταφορικό μέσο, έπιπλο (α. «φορτώνω τη βάρκα [το αυτοκίνητο, το μουλάρι, το τραπέζι]» β. «βωμόν τε παμμεγέθη σχίζαις μυρίαις φορτώσαντες», Ηλιόδ. γ. «...τὸ μὲν μικρὸν πλοῑον… … Dictionary of Greek
φορτώνω — φόρτωσα, φορτώθηκα, φορτωμένος 1. μτβ., φορτίζω, βάζω κάπου βάρος, φορτίο, για μεταφορά. 2. μτφ., επιβαρύνω, επιβάλλω σε κάποιον κάτι κοπιαστικό, τον επιφορτίζω, του επωμίζω: Του φόρτωσαν και τη δουλειά του άλλου γραφείου. 3. μεταδίνω κάτι σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμφορτίζομαι — ἐμφορτίζομαι (AM) 1. δέχομαι, παίρνω ως φορτίο, αναδέχομαι, φορτώνομαι 2. υπερπληρώνομαι, υπερφορτώνομαι … Dictionary of Greek
επαχθίζομαι — ἐπαχθίζομαι (Α) [επαχθής] φορτώνομαι, φέρω βάρος («ὑποζυγίων τρόπον ἐπηχθισμένους», Φίλ.) … Dictionary of Greek
επωμίζομαι — (AM ἐπωμίζομαι) [επωμίς] νεοελλ. αναλαμβάνω το βάρος τής ευθύνης («ἐπωμίζεται βαριὲς ὑποχρεώσεις, καθήκοντα» κ.λπ.) αρχ. μσν. φορτώνομαι επάνω στους ώμους μου («ταχέως ἐπωμίσατο καὶ διέφυγε διὰ τοῡ πελάγους», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
ζαλίκι — το 1. φορτίο, ζαλίγκα 2. μτφ. οικονομικό ή ηθικό βάρος («κακό ζαλίκι ήταν αυτό to δάνειο») 3. το υπόστρωμα που προσαρμόζεται στην πλάτη ή στους ώμους τού αχθοφόρου και πάνω στο οποίο τοποθετείται το φορτίο 4. το σχοινί με το οποίο δένεται κάποιο… … Dictionary of Greek
ζαλώνω — 1. φορτώνω κάποιον ή κάτι τοποθετώντας το φορτίο στην πλάτη του 2. μέσ. ζαλώνομαι φορτώνομαι («προχτές... ζαλώθη ένα δαμάλι», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαλίκι] … Dictionary of Greek
σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… … Dictionary of Greek
υπερεμφορούμαι — έομαι, Α φορτώνομαι υπέρμετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐμφοροῦμαι «είμαι γεμάτος από κάτι, κάνω υπερβολική χρήση ενός πράγματος»] … Dictionary of Greek